- καλλίβωλος
- καλλί-βωλος, ον,A with rich soil,
Ἴδας ὄρος E.Or.1382
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἴδας ὄρος E.Or.1382
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλίβωλος — καλλίβωλος, ον (Α) αυτός που έχει πλούσιο έδαφος, ο εύφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βῶλος «βώλος γης»] … Dictionary of Greek
καλλίβωλον — καλλίβωλος with rich soil masc/fem acc sg καλλίβωλος with rich soil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek